Warenhaus - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Warenhaus - translation to Αγγλικά


Warenhaus         
n. department store, store which sells almost every type of product, emporium
department store         
  • Aerial view of [[Anthony Hordern & Sons]] in [[Sydney, Australia]] (1936), once the largest department store in the world.
  • Au Bon Marché
  • [[Selfridges]], [[Oxford Street]] in [[London]], 1944
  • former province of Echigo]]. The Mitsukoshi headquarters are located on the left side of the street.
  • [[Sokos]] department store building in [[Multimäki]], [[Kuopio]], Finland
  • Marshall Field's State Street store "great hall" interior around 1910
RETAIL ESTABLISHMENT; BUILDING WHICH OFFERS A WIDE RANGE OF CONSUMER GOODS
Department Stores; Department Store; Department stores; Department store chain; Discount retail store; Discount retail stores; Discount retailers; Discount retailing; Discount retail market; Discount retail markets; Discount marketing; Computer store; Stuff shop; Departmental store; 🏬; Off-price department store; Dry goods store; Specialty department store
Kaufhaus, Warenhaus

Βικιπαίδεια

Warenhaus
Ein Warenhaus ist ein großes, in der Regel mehrstöckiges Einzelhandelsgeschäft mit großer Verkaufsfläche, in dem Waren jeglicher Art zum Kauf angeboten werden.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Warenhaus
1. Das Unternehmen trennt sich von seinen Warenhaus–Immobilien.
2. Der Handelskonzern KarstadtQuelle will eine neue Warenhaus–Marke schaffen.
3. Im Juli wolle Real ein erstes Warenhaus in Moskau eröffnen.
4. Diese Regelung wolle Europas führendes Warenhaus– und Versandhandelsunternehmen flexibel nutzen.
5. Kurz vor der seit langem terminierten Bilanzpressekonferenz ist es ihm gelungen, das Warenhaus–Immobilienpaket loszuschlagen.